μυρίζεις

μυρίζεις
μυρίζω
rub with ointment
pres ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ερωτιά — η [έρωτας] 1. έρωτας («ποιός είν’ αυτός που τραγουδεί τής ερωτιάς τα πάθη;», Ερωτόκρ.) 2. ερωτισμός («εσύ που πνέεις ερωτιάν και πόθ’ όλος μυρίζεις», Σουμμ.) 3. χάρη, κομψότητα («με ερωτίας τάξιν») …   Dictionary of Greek

  • μυρίζω — (ΑΜ μυρίζω και Α ποιητ. τ. σμυρίζω) [μύρον] αλείφω κάποιον ή κάτι με μύρο (α. «μύρισαν το μωρό» β. «προέλαβε μυρίσαι μου τὸ σώμα εἰς τὸν ἐνταφιασμόν», ΚΔ) νεοελλ. 1. μτφ. α) φανερώνω την προέλευσή μου, την καταγωγή μου β) καθιστώ κάτι φανερό,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”